- φάλαγξ,-αγγος
- ἡ N 3 0-0-0-0-5=5 1 Mc 6,35.38.45; 9,12; 10,82rank, battle, line, phalanx
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φάλαγξ — Το σώμα που είχε σχηματιστεί το 1832 στην Ελλάδα μονάχα από αξιωματικούς οι οποίοι έδρασαν κατά την Επανάσταση του 1821 στα άτακτα σώματα και στο ναυτικό και δεν μπορούσαν να καταταγούν στον τακτικό στρατό. * * * αγγος, ἡ, ΜΑ βλ. φάλαγγα … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek
τετραφαλαγγία — ἡ, Α στρατιωτικό σώμα από τέσσερεις φάλαγγες ή φάλαγγα διαιρεμένη σε τέσσερεις μοίρες, δηλαδή συνολικά από 16.384 άνδρες («ἄγειν διφαλαγγίαν ἤ τετραφαλαγγίαν ἁρμόζουσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
τριφάλαγγος — ον, Μ (για τα δάχτυλα τών χεριών) αυτός που έχει τρεις φάλαγγες, τρία οστάρια συνδεδεμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλαγξ, αγγος] … Dictionary of Greek
τριφαλαγγία — η, ΝΑ η παράταξη σε τρεις φάλαγγες νεοελλ. ναυτ. η διάταξη πλεύσης ναυτικής δύναμης σε τρεις στήλες κατά την εποχή τών ιστιοφόρων πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλαγξ, αγγος + κατάλ. ία (πρβλ. τετρα φαλαγγία)] … Dictionary of Greek
φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… … Dictionary of Greek
φαλαγγάριος — ὁ, Α αυτός που ανήκει σε φάλαγγα, φαλαγγίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius), πρβλ. τυμπαν άριος] … Dictionary of Greek
φαλαγγάρχης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. αρχηγός, διοικητής φάλαγγας αρχ. αρχηγός φαλαγγαρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + άρχης*] … Dictionary of Greek
φαλαγγίτης — ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, ίτιδος, Α στρατιώτης φάλαγγας νεοελλ. 1. απόμαχος τού τακτικού στρατού τής Ελληνικής Επανάστασης τού 1821 2. μέλος τής δεύτερης βαθμίδας τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης τού δικτατορικού καθεστώτος τής… … Dictionary of Greek
φαλαγγηδόν — ΝΑ επίρρ. κατά φάλαγγες («φαλαγγηδὸν ἐμάχοντο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
φαλαγγιστήριο — το, Ν (κοινων. οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία τού τελευταίου σταδίου τής βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο … Dictionary of Greek